- χάμστερ
- το, Νάκλ. ζωολ. κοινή ονομασία τών τρωκτικών τής οικογένειας cricetidae, που συγκροτούν την υποοικογένεια cricetinae, με έξι γένη (α. «κοινό χάμστερ» β. «χρυσόμαλλο χάμστερ»).[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ.-γαλλ. hamster].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρικητός — (Cricetus cricetus). Απλόδοντο τρωκτικό της οικογένειας των κρικητιδών. Ζει στην Ευρώπη και στην Ασία, και κυρίως στην κεντρική και στην ανατολική Ευρώπη, όπου είναι γνωστός σε πολλούς ευρωπαϊκούς λαούς ως χάμστερ (hamster). Έχει μήκος 30 35 εκ … Dictionary of Greek
τρωκτικά — Τάξη θηλαστικών που αποτελείται από μεγάλο αριθμό ειδών, πολύ διαφορετικών στις διαστάσεις, στη μορφή και στις συνήθειες. Ο πιο σπουδαίος διακριτικός χαρακτήρας είναι η οδοντοφυΐα, χωρίς κυνόδοντες και γενικά μόνο με 4 κοπτήρες, πολύ μακριούς και … Dictionary of Greek